ΡΙΝΟΠΛΑΣΤΙΚΗ
Ως προεξέχον μέρος του προσώπου, η μύτη αποτελεί το κύριο χαρακτηριστικό που επηρεάζει την συνολική εικόνα που έχουμε εμείς ή οι γύρω μας για το πρόσωπό μας. Σκοπός λοιπόν της ρινοπλαστικής είναι η εναρμόνιση της μύτης με τα υπόλοιπα χαρακτηριστικά.
Οι υποψήφιοι για ρινοπλαστική παρουσιάζουν μια ποικιλία στο σχήμα και το μέγεθος της μύτης τους, οπότε κάθε περίπτωση χρειάζεται και διαφορετική προσέγγιση. Αυτό που ισχύει όμως σε όλους είναι η αναγνώριση και ο διαχωρισμός αισθητικού και λειτουργικού προβλήματος.
Ο ρινικός ύβος(«καμπούρα»), το πτωτικό ακρορρίνιο, τα ευμεγέθη ρουθούνια ή συνολικά μια μεγάλη μύτη αποτελούν λόγους παρέμβασης, αλλά πολλές φορές συνυπάρχουν προβλήματα στην αναπνοή ή ακόμα και μια «στραβή» μύτη, τα οποία προέρχονται από την σκολίωση του ρινικού διαφράγματος. Συγγενείς ανωμαλίες, καταστάσεις μετά από ατυχήματα ή επιπλοκές παλαιότερων επεμβάσεων αποτελούν επίσης λόγο για να απευθυνθεί κάποιος στον Πλαστικο Χειρουργό.
ΕΠΕΜΒΑΣΗ
Η ρινοπλαστική διενεργείται υπό γενική αναισθησία σε οργανωμένη κλινική. Μπορεί να γίνει είτε με την «ανοικτή», είτε με την «κλειστή» μέθοδο. Μία βασική διαφορά τους είναι η οδός προσπέλασης, στην πρώτη από μία τομή δέρματος στη βάση της μύτης ανάμεσα στα ρουθούνια και στη δεύτερη με τομή στο εσωτερικό της μύτης διά του βλενογόννου. Η προεγχειρητική ανάλυση και οι ανατομικές ιδιαιτερότητες και ανάγκες του κάθε ασθενούς καθορίζουν και τη μέθοδο που θα ακολουθηθεί. Με την επέμβαση αφαιρείται περίσσεια οστού-χόνδρου από τη ράχη της ρινός, γίνεται αναδιαμόρφωση του χόνδρου των ρωθώνων και διευθέτηση του διαφράγματος- όπου χρειάζεται. Με το πέρας της επέμβασης ο ασθενής φέρει επιπωματισμό(ταμπόν) στα ρουθούνια για 1-2 μέρες και νάρθηκα στη μύτη για μία εβδομάδα.
Περισσότερο από κάθε άλλη επέμβαση, στη ρινοπλαστική χρειάζεται στενή συνεργασία μεταξύ ιατρού και ασθενούς, τόσο από πριν, με την ανάλυση όλων των λεπτομερειών, όσο και μετεγχειρητικά και μέχρι τον τελικό έλεγχο του αποτελέσματος, 6 μήνες μετά την επέμβαση.